- ὑπνίδιος
- ὑπν-ίδιος, α, ον, = foreg., AP7.198 (Leon.), dub. cj. for ὑμνιδίῳ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφυπνίδιος — ἐφυπνίδιος, ον (Α) αυτός που φέρνει ύπνο, που οδηγεί σε ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ὑπνίδιος (< ὕπνος + κατάλ. ιδιος), πρβλ. θαλασσ ίδιος, πτερ ίδιος) … Dictionary of Greek